Κυριακού του Ελαχίστου…
Φυσάει το ξεροβόρι απ’ τη Μεσέτα
και με ίσκιο οι καναβοί σταυρούς χαράζουν˙
αγκρίφι η θύμηση βαρύ γδέρνει τη γλώσσα….
… Nuestra Senora…. και λάδι από τα μάτια τα σβηστά απιθώνει.
Ε!! Παναγιά μου Δέσποινα, Κερά Γαλαθιανή μου.
Ανάερα μιαν άσκοπη αναπνιά τ’ αποδιωγμένου ύπνου
και μούλα κοκκαλιάρικη στην πέδα, οι ξοδεμένοι προορισμοί.
Ποιος είμαι, Τι έφερα και Πού;
Αλαδανιά στα χείλη κι ένα λαγούτο στη γωνιά;
Για κόκκινο σταφύλι κι ανθό μιας λεμονιάς;
Μια ζωή ξοδεμένη ανάμεσα σε μαύρα μάτια και σε’ κείνο π’ αγκαλιάζουν,
σαν το ξερό τα’ αγιόκλημα που το ‘πιανε τα φύλλα ενός αδιάβαστου βιβλίου.
Ήρεμη γνώση της μεγάλης άγνοιας, σαν σιωπηλό ευχαριστώ και φωναχτή ανημποριά.
Από παιδί με γιάτρευαν τα Δειλινά, λες και μέσα μου αναφουρφούριζε μια στάλα αίμα ανδαλουσιάνικο˙
με φώναζε, σαν που καλεί το σάπιο μέλι στο κουβέλι τον κηφήνα,
σαν το γλωσσίδι της καμπάνας το πάντα πρόθυμο να διαλαλήσει το γάμο και το θάνατο, τον πόλεμο, το πανηγύρι, το πάντα πρόυμο κι αδιάφορο.
Κι αφέθηκα! Κι οι στοχασμοί απ’ τα’ ακροδάχτυλα, αθώοι σαν τα’ απλωμένα ρούχα που σχωρνούν τη χθεσινή βροχή, τα τρύπια ρούχα που ξερνούν τα σώματα,
εκείνα που τα λέρωσαν με νόημα.
Ναι το’ θελα! Την παρθενιά του κόσμου να γκρεμίσω με το πινέλο έμβολο,
να σπείρω μυρωδιές και Φως…
Τον ύπνο μου στοιχειώνει η λέξη Φως, σα μουσική, σα μάρμαρο, σα Δόξα.
Φως! Και μια φριχτή υποψία σαν παπαγάλος κρεολής σε ξένο χώμα
– άμποτες τέτοιο κακό να μη με βρει – Φως, Φως, ελεητικό και θλιμμένο, σαν το νερό στο ποτήρι, σαν το βαθύ νερό στο μαυριτάνικο μαγκανοπήγαδο, που το γυρνάει άλογο τυφλό,
σαν είδε μια φορά τη Φριχτή τη Νύχτα εκείνη…
La triste Noce… Ένα κομμάτι ύπνος λιώνει στα μαλλιά˙
μην της αδιαφορίας δαχτυλιά, μην αντρειωμένη ορφάνια;
Φορές λαχταρούσα μια ταραχή σα να κλωτσούσα τ’ αλτάρι,
σα να ξεστόμιζα λέξεις – φορτία ενοχής – σαν Βιρακότσα, Αταχουάλπα, Κουκουλκάν,
αίμα δεμένο σε τορνέσια μαραβέντις, που βάραιναν σαν την αγδίκιωτη την Τύψη…. Πουλημένε!!
Μικρέ Χριστέ! Εσύ που γίνηκες πληγή, χωρίζοντας το σώμα απ’ το μαχαίρι, βόηθα να πω πως είμαι Διακονιάρης του Κρυφού,
βόηθα να δω τη φλόγα να γεννάει το κερί, τη ρώγα το μικρό παιδί
κι η κουταλιά τη μπούκα.
Μικρέ Χριστέ να φτάσω Πρώτος!
Μήλο να γίνω που δαγκώνουν τα παιδιά με τη σειρά ένα ένα,
μα ‘γω τους σπόρους να κρατώ για τη μεγάλη γέννα.
Πρώτος στο δρόμο που ορίζει το κλειδί σα ρίχτηκε στ’ αγκάθια
κι ανεί το φιλιατρό του πηγαδιού που δύσκολα φωνάζει μαύρο.
Αξιώθηκα κάθε μου όχι μια ρυτίδα, κάθε μου ναι μια μαχαιριά.
Αξιώθηκα οι πεθαμένοι μόνο να μ’ ακούν, αθάνατοι στων λουλουδιών τη δόξα,
σαν σέρνω ένα χορό ασυντρόφευτο πέρα στης φασκομηλιάς το ξάγναντο.
Κι όμως βυζαίνω ακόμη το πινέλο σα μια φορά το δάχτυλο,
με την αυθάδεια του παιδιού στα μάτια κι ονειρεύομαι,
πως μου ισιώνουν τα μαλλιά της μάνας μου τα χέρια,
δοξάρια συχωρετικά, αιώνια λυπημένα.
Όσα έγιναν, σα να μην έγιναν˙ απλά περάσανε…
Μα γέννησαν σα ρόχθο τη φωνή «Ex cardinis nostris…»
κι αμέσως ψιχαλίσανε τη λύπη τους τα φύλλα, αδιάφορα στη γλώσσα του αύριο… Il primo passo.
Γέρο Κυριάκο πόσες φορές δεν τα’ άνοιξες το στόμα σου να πεις το δίκιο,
μην ξοδευτεί η ανάσα σου πριν απ’ το… passo;
Αργά μετρούσες βήματα σαν τις σγουρές πλεξούδες,
ψάχνοντας νάβρεις ένα αγκάθι – φυλαχτό στο ρούχο μιας Φουντούλας,
αγκάθι σα θαυμαστικό, σαν τέλος.
Μεταλαβιά η γεύση απ’ τα βότσαλα τ’ άλλου γιαλού,
π’ αγιάζουνε τα γόνατα τ’ άλλου αέρα…
Χριστέ με τ’ αντιστύλι σου αντίδωρο επιχειρώ την τελευταία μου αμαρτία…
Νάτα, κλεμένα απ’ τ’ όνειρο, να κουτσουλάν έν’ άλικο μαντί πέντε χελιδονάκια!...
μικρή ζωή ξεφλουδισμένο πορτοκάλι… πράσινη πόρτα… γιασεμί…
Πρώτος!!! Χέρι τρεμάμενο, ουρά της σουσουράδας…
Αθώος!!! Κι οι αγιορανοί την πήρανε την κούνια σου…
Ήσυχος!!! Να!!! Σου βλογάει τ’ αυτί μια θυμαρίσια ανάσα!
Μικρέ Κυριάκο…….. Il primo passo!!!
Μαν. Παπουτσάκης
Φυσάει το ξεροβόρι απ’ τη Μεσέτα
και με ίσκιο οι καναβοί σταυρούς χαράζουν˙
αγκρίφι η θύμηση βαρύ γδέρνει τη γλώσσα….
… Nuestra Senora…. και λάδι από τα μάτια τα σβηστά απιθώνει.
Ε!! Παναγιά μου Δέσποινα, Κερά Γαλαθιανή μου.
Ανάερα μιαν άσκοπη αναπνιά τ’ αποδιωγμένου ύπνου
και μούλα κοκκαλιάρικη στην πέδα, οι ξοδεμένοι προορισμοί.
Ποιος είμαι, Τι έφερα και Πού;
Αλαδανιά στα χείλη κι ένα λαγούτο στη γωνιά;
Για κόκκινο σταφύλι κι ανθό μιας λεμονιάς;
Μια ζωή ξοδεμένη ανάμεσα σε μαύρα μάτια και σε’ κείνο π’ αγκαλιάζουν,
σαν το ξερό τα’ αγιόκλημα που το ‘πιανε τα φύλλα ενός αδιάβαστου βιβλίου.
Ήρεμη γνώση της μεγάλης άγνοιας, σαν σιωπηλό ευχαριστώ και φωναχτή ανημποριά.
Από παιδί με γιάτρευαν τα Δειλινά, λες και μέσα μου αναφουρφούριζε μια στάλα αίμα ανδαλουσιάνικο˙
με φώναζε, σαν που καλεί το σάπιο μέλι στο κουβέλι τον κηφήνα,
σαν το γλωσσίδι της καμπάνας το πάντα πρόθυμο να διαλαλήσει το γάμο και το θάνατο, τον πόλεμο, το πανηγύρι, το πάντα πρόυμο κι αδιάφορο.
Κι αφέθηκα! Κι οι στοχασμοί απ’ τα’ ακροδάχτυλα, αθώοι σαν τα’ απλωμένα ρούχα που σχωρνούν τη χθεσινή βροχή, τα τρύπια ρούχα που ξερνούν τα σώματα,
εκείνα που τα λέρωσαν με νόημα.
Ναι το’ θελα! Την παρθενιά του κόσμου να γκρεμίσω με το πινέλο έμβολο,
να σπείρω μυρωδιές και Φως…
Τον ύπνο μου στοιχειώνει η λέξη Φως, σα μουσική, σα μάρμαρο, σα Δόξα.
Φως! Και μια φριχτή υποψία σαν παπαγάλος κρεολής σε ξένο χώμα
– άμποτες τέτοιο κακό να μη με βρει – Φως, Φως, ελεητικό και θλιμμένο, σαν το νερό στο ποτήρι, σαν το βαθύ νερό στο μαυριτάνικο μαγκανοπήγαδο, που το γυρνάει άλογο τυφλό,
σαν είδε μια φορά τη Φριχτή τη Νύχτα εκείνη…
La triste Noce… Ένα κομμάτι ύπνος λιώνει στα μαλλιά˙
μην της αδιαφορίας δαχτυλιά, μην αντρειωμένη ορφάνια;
Φορές λαχταρούσα μια ταραχή σα να κλωτσούσα τ’ αλτάρι,
σα να ξεστόμιζα λέξεις – φορτία ενοχής – σαν Βιρακότσα, Αταχουάλπα, Κουκουλκάν,
αίμα δεμένο σε τορνέσια μαραβέντις, που βάραιναν σαν την αγδίκιωτη την Τύψη…. Πουλημένε!!
Μικρέ Χριστέ! Εσύ που γίνηκες πληγή, χωρίζοντας το σώμα απ’ το μαχαίρι, βόηθα να πω πως είμαι Διακονιάρης του Κρυφού,
βόηθα να δω τη φλόγα να γεννάει το κερί, τη ρώγα το μικρό παιδί
κι η κουταλιά τη μπούκα.
Μικρέ Χριστέ να φτάσω Πρώτος!
Μήλο να γίνω που δαγκώνουν τα παιδιά με τη σειρά ένα ένα,
μα ‘γω τους σπόρους να κρατώ για τη μεγάλη γέννα.
Πρώτος στο δρόμο που ορίζει το κλειδί σα ρίχτηκε στ’ αγκάθια
κι ανεί το φιλιατρό του πηγαδιού που δύσκολα φωνάζει μαύρο.
Αξιώθηκα κάθε μου όχι μια ρυτίδα, κάθε μου ναι μια μαχαιριά.
Αξιώθηκα οι πεθαμένοι μόνο να μ’ ακούν, αθάνατοι στων λουλουδιών τη δόξα,
σαν σέρνω ένα χορό ασυντρόφευτο πέρα στης φασκομηλιάς το ξάγναντο.
Κι όμως βυζαίνω ακόμη το πινέλο σα μια φορά το δάχτυλο,
με την αυθάδεια του παιδιού στα μάτια κι ονειρεύομαι,
πως μου ισιώνουν τα μαλλιά της μάνας μου τα χέρια,
δοξάρια συχωρετικά, αιώνια λυπημένα.
Όσα έγιναν, σα να μην έγιναν˙ απλά περάσανε…
Μα γέννησαν σα ρόχθο τη φωνή «Ex cardinis nostris…»
κι αμέσως ψιχαλίσανε τη λύπη τους τα φύλλα, αδιάφορα στη γλώσσα του αύριο… Il primo passo.
Γέρο Κυριάκο πόσες φορές δεν τα’ άνοιξες το στόμα σου να πεις το δίκιο,
μην ξοδευτεί η ανάσα σου πριν απ’ το… passo;
Αργά μετρούσες βήματα σαν τις σγουρές πλεξούδες,
ψάχνοντας νάβρεις ένα αγκάθι – φυλαχτό στο ρούχο μιας Φουντούλας,
αγκάθι σα θαυμαστικό, σαν τέλος.
Μεταλαβιά η γεύση απ’ τα βότσαλα τ’ άλλου γιαλού,
π’ αγιάζουνε τα γόνατα τ’ άλλου αέρα…
Χριστέ με τ’ αντιστύλι σου αντίδωρο επιχειρώ την τελευταία μου αμαρτία…
Νάτα, κλεμένα απ’ τ’ όνειρο, να κουτσουλάν έν’ άλικο μαντί πέντε χελιδονάκια!...
μικρή ζωή ξεφλουδισμένο πορτοκάλι… πράσινη πόρτα… γιασεμί…
Πρώτος!!! Χέρι τρεμάμενο, ουρά της σουσουράδας…
Αθώος!!! Κι οι αγιορανοί την πήρανε την κούνια σου…
Ήσυχος!!! Να!!! Σου βλογάει τ’ αυτί μια θυμαρίσια ανάσα!
Μικρέ Κυριάκο…….. Il primo passo!!!
Μαν. Παπουτσάκης