Καλά μου αδέλφια Δομήνικε – Φραντζέσκα
Δε γνωρίζω, μαθές, πότε και πού θα σας έβρει τούτη η καψαλισμένη γραφή… όμως, όπου κι αν είστε, λέω να θρηνήσετε το μεγάλο χαμό, καθώς τον θρηνάει κι όλη η Κρήτη. Ο αντρειωμένος Καντανολιός κι οι ρέμπελοι εδικοί του χάθηκαν ούλοι μπαμπέσικα. τούτον τον έρημο μήνα. Καθώς έγραψα και παλιά χωρίς απόκριση – κι ούτε συνερίζομαι, γιατί μπορεί να χάθηκε σε θάλασσες και στράτες του κόσμου που σεργιανάτε ξενιτεμένοι, η γραφή μου – ο γιος Πέτρος του καπτάν-Καντανολιού είχεν φανερόν έρωτα με τη θυγατέρα Σοφία τ’ άρχου των Χανιώνε Μολίνου Φραγκίσκου, και κρίμα στ’ όνομα, τιμημένη σορέλα Δομινικανή. Και το ρεμπελιό κατεβασμένα τ’ άρματα να βδοκήσει ο κύρης τζη κοπελιάς να δώκει ευκή να βλοηθεί ο γάμος. Φαρμάκι ο κόσμος από κατάντια των παλληκαράδωνε, ως να μην ύπαρχαν άλλες Κρητικοπούλες. Κι εκείνοι τώρα σκληρά πλέρωσαν τη λέζα.
Ο Μολίνος καμώθηκε ότι στέργει. Και προσκάλεσε ούλο το χανιώτικο ρεμπελιό, διακόσιους νοματαίους και πάνω, στο κάστρο τ’ Αλικανού, να δώκει ευκή στα νιογάμπρια και να γενούν οι στέψεις. Μαύρη ώρα που πίστεψαν και μπήκαν ούλοι καλοφορεμένοι σαν τα ποντίκια στη φάκα. Ο κυρ-Φραγκίσκος πρόσταξε μυστικά τους Βενετσιάνους στρατιώτες, έκλεισαν τις πύλες και τους σφάξαν ούλους. Κι ως έπεσε η γλυκιά θυγατέρα του, η Σοφία, στην αγκαλιά τ’ αγαπημένου της Πέτρου Καντανολιού, να σώσει τουλάχιστο αυτόνε, ο φριχτός Μολίνος πρόσταξε και τους σφάξαν μαζί και τους δύο ς’ ένα αίμα. Τ’ ακούτε; Σ’ ένα αίμα τα ρωτεμένα κοπέλια. Πώς βάσταξε του θεριού η ψυχή;
Τρανή η συφορά που μας έβρε. Γιάντα να ορφανέψει η Κρήτη από ρεμπελιό; Μπιστεμένος ο άνθρωπος που φέρνει τη γραφή τούτη. Καλού κακού κάψτε τη, να μην πέσει σε βενέτικα χέρια και κακοπάθετε. Η Γαληνοτάτη κρύβει το μαντάτο από τον κόσμο. Κουζουλός Λευτερώθηκε κι οι άλλοι, ‘ξον ένας φαμελίτης, που οι κουρσάροι τον πούλησαν γιατί δεν έφταναν τα λύτρα. Ο Μανούσος τώρα και βαρδιάνος στις πύλες. Νοίκιασε κι αυτίνους τους φόρους, τα δαπύλια, κατά που τα λέμε στην εδική μας λαλιά. Μάριο κι Αρετούλα κάμαν αγόρι. Ετέλκα κορίτσια διπλάρικα. Μπερεκέτι, ο Ρεθυμνιώτης. Ποιος ξέρει πότε θα ξαναμηνυθούμε.
Μέσα Δεκεμβρη 1570. Και καλές γιορτάδες.
Ο που σας αγαπάει και σας συλλογιέται και σας στέλνει γραφές.
Δε γνωρίζω, μαθές, πότε και πού θα σας έβρει τούτη η καψαλισμένη γραφή… όμως, όπου κι αν είστε, λέω να θρηνήσετε το μεγάλο χαμό, καθώς τον θρηνάει κι όλη η Κρήτη. Ο αντρειωμένος Καντανολιός κι οι ρέμπελοι εδικοί του χάθηκαν ούλοι μπαμπέσικα. τούτον τον έρημο μήνα. Καθώς έγραψα και παλιά χωρίς απόκριση – κι ούτε συνερίζομαι, γιατί μπορεί να χάθηκε σε θάλασσες και στράτες του κόσμου που σεργιανάτε ξενιτεμένοι, η γραφή μου – ο γιος Πέτρος του καπτάν-Καντανολιού είχεν φανερόν έρωτα με τη θυγατέρα Σοφία τ’ άρχου των Χανιώνε Μολίνου Φραγκίσκου, και κρίμα στ’ όνομα, τιμημένη σορέλα Δομινικανή. Και το ρεμπελιό κατεβασμένα τ’ άρματα να βδοκήσει ο κύρης τζη κοπελιάς να δώκει ευκή να βλοηθεί ο γάμος. Φαρμάκι ο κόσμος από κατάντια των παλληκαράδωνε, ως να μην ύπαρχαν άλλες Κρητικοπούλες. Κι εκείνοι τώρα σκληρά πλέρωσαν τη λέζα.
Ο Μολίνος καμώθηκε ότι στέργει. Και προσκάλεσε ούλο το χανιώτικο ρεμπελιό, διακόσιους νοματαίους και πάνω, στο κάστρο τ’ Αλικανού, να δώκει ευκή στα νιογάμπρια και να γενούν οι στέψεις. Μαύρη ώρα που πίστεψαν και μπήκαν ούλοι καλοφορεμένοι σαν τα ποντίκια στη φάκα. Ο κυρ-Φραγκίσκος πρόσταξε μυστικά τους Βενετσιάνους στρατιώτες, έκλεισαν τις πύλες και τους σφάξαν ούλους. Κι ως έπεσε η γλυκιά θυγατέρα του, η Σοφία, στην αγκαλιά τ’ αγαπημένου της Πέτρου Καντανολιού, να σώσει τουλάχιστο αυτόνε, ο φριχτός Μολίνος πρόσταξε και τους σφάξαν μαζί και τους δύο ς’ ένα αίμα. Τ’ ακούτε; Σ’ ένα αίμα τα ρωτεμένα κοπέλια. Πώς βάσταξε του θεριού η ψυχή;
Τρανή η συφορά που μας έβρε. Γιάντα να ορφανέψει η Κρήτη από ρεμπελιό; Μπιστεμένος ο άνθρωπος που φέρνει τη γραφή τούτη. Καλού κακού κάψτε τη, να μην πέσει σε βενέτικα χέρια και κακοπάθετε. Η Γαληνοτάτη κρύβει το μαντάτο από τον κόσμο. Κουζουλός Λευτερώθηκε κι οι άλλοι, ‘ξον ένας φαμελίτης, που οι κουρσάροι τον πούλησαν γιατί δεν έφταναν τα λύτρα. Ο Μανούσος τώρα και βαρδιάνος στις πύλες. Νοίκιασε κι αυτίνους τους φόρους, τα δαπύλια, κατά που τα λέμε στην εδική μας λαλιά. Μάριο κι Αρετούλα κάμαν αγόρι. Ετέλκα κορίτσια διπλάρικα. Μπερεκέτι, ο Ρεθυμνιώτης. Ποιος ξέρει πότε θα ξαναμηνυθούμε.
Μέσα Δεκεμβρη 1570. Και καλές γιορτάδες.
Ο που σας αγαπάει και σας συλλογιέται και σας στέλνει γραφές.