Νάξος
1897
«Γλύκα μεγάλη είχε το νησί ετούτο, ησυχία πολλή, αγαθά τα πρόσωπα των ανθρώπων, σωροί τα πεπόνια, τα ροδάκινα, τα σύκα κι η θάλασσα ήμερη. Κοίταζα τους ανθρώπους, ποτέ οι άνθρωποι αυτοί δεν τρόμαξαν από σεισμό ή από Τούρκο και τα μάτια τους δεν καίγουνταν. Εδώ η λευτεριά είχε σβήσει τη λαχτάρα για τη λευτεριά κι η ζωή απλώνουνταν ευτυχισμένη κοιμάμενο νερό, κι αν κάποτε ταράζουνταν, ποτέ δεν σήκωνε τρικυμία. Ασφάλεια ήταν το πρώτο δώρο του νησιού που ένιωσα περιδιαβάζοντας στη Νάξο, ασφάλεια κι ύστερα από λίγες μέρες ανία. Είχαμε γνωριστεί μ’ έναν πλούσιο Ναξιώτη, τον κυρ Λάζαρο, πούχε ένα θαυμαστό περβόλι στις Εγκαρές, μιά ώρα από τη Χώρα, μας κάλεσε, μείναμε δυό βδομάδες, τι αφθονία, τι δέντρα φορτωμένα καρπό τι μακαριότητα! Η Κρήτη γίνηκε παραμύθι, ένα ανταρεμένο σύννεφο μακρινό, ποτέ τρομάρες κι αίματα κι αγώνες ελευτερίας, τα πάντα έλιωναν και χανόντουσαν μέσα στη νυσταλέα τούτη Ναξιώτικη ευδαιμονία.» (Αναφορά στον Γκρέκο)
|